- υπερφατος
- ὑπέρφατοςὑπέρ-φᾰτος2невыразимый, необычайный
(σθένος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σθένος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπέρφατος — η, ον, Α άφατος, ανέκφραστος («νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φατος (< φατός < φημί), πρβλ. ἔκ φατος] … Dictionary of Greek
ὑπέρφατον — ὑπέρφατος above speech masc/fem acc sg ὑπέρφατος above speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)